- Κρήναις
- Κρῆνοςfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήναις — κραίνω ṇ y aor part act masc nom/voc sg (epic doric aeolic) κραίνω ṇ y aor opt act 2nd sg (epic) κρήνη well fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHOASPES vel CHOASPIS — Medorum fluv. ad fines Persidis in Tigrim defluens: cuius aquae tam sunt suaves, ut finitimi Reges non aliâ aquâ ad potum utantur. Tibul. l. 4. El. 1. v. 141. Nec quâ vel Nilus, vel regia lympha Choaspis Profivit. Item Ausonius, in claris urbibus … Hofmann J. Lexicon universale
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
υδρόχυτος — ον, Α αυτός από τον οποίο εκχέεται νερό («κρήναις παρ ὑδροχύτοις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χυτός (< χέω), πρβλ. οἰνό χυτος] … Dictionary of Greek